- σιταποχία
- σιταποχίᾱ , σιταποχίαabstinence from foodfem nom/voc/acc dualσιταποχίᾱ , σιταποχίαabstinence from foodfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιταποχία — ἡ, Α αποχή από τη σίτιση, νηστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποχή (< ἀπέχω) κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek